- απασβέστωση
- ημετατροπή με την καύση των ασβεστόλιθων σε ασβέστη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απασβέστωση — η 1. η ασβεστοποίηση* 2. η ελάττωση, τοπική ή γενική των αλάτων ασβεστίου που περιέχονται φυσιολογικά στα οστά και τα δόντια … Dictionary of Greek
απασβεστώνω — 1. μεταβάλλω ασβεστόλιθο σε άσβεστο με καύση 2. κάνω απασβέστωση, αφαιρώ από μέσα την άσβεστο … Dictionary of Greek
πικλάρισμα — το, Ν η τοποθέτηση τών δερμάτων σε διάλυμα θειικού ή άλλου οξέος και αλατιού, μετά την απασβέστωσή τους στο βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίκλα] … Dictionary of Greek
διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων … Dictionary of Greek
κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο … Dictionary of Greek